- ακουβάριαστος
- η , ο1) не смотанный в клубок; не сма- тываемый; 2) не свернувшийся в клубок, не съёжившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek
ακουβάριαστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος, μαζεμένος: Το νήμα στέκεται ακόμη ακουβάριαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… … Dictionary of Greek